Πατσίνι

Πατσίνι
(Pacini). Επώνυμο 2 Ιταλών συνθετών. 1. Αντώνιος-Γαετάνος (1778 – 1866). Απόφοιτος του ωδείου της Νεάπολης, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου δίδαξε φωνητική μουσική. Είναι συνθέτης μελοδράματος με τον τίτλο Ισαβέλα και Γερτρούδη (1805) και του λυρικού μονόπρακτου Χωρίς αντίπαλο. Ο Π. ίδρυσε στο Παρίσι μουσικό εκδοτικό οίκο, όπου είδαν το φως πολλά ιταλικά μελοδράματα. 2. Ιωάννης (1796 – 1867). Γιος αοιδού, σπούδασε αρμονία στην Μπολόνια και φοίτησε μετά στη Σχολή Ματέι. Σε ηλικία 18 ετών παρουσίασε στη Βενετία το μελόδραμα Αννέτα και Λουτσίνο (1813), με μεγάλη επιτυχία. Από τότε έγραψε πολλά μελοδράματα, με κυριότερα τον Αλέξανδρο στις Ινδίες (1824), την Τελευταία ημέρα της Πομπηίας (1825) και τους Άραβες στη Γαλατία (1827). Έπειτα από 45 μελοδράματα, έπαψε να ασχολείται με το μουσικό αυτό είδος και επιδόθηκε στη σύνθεση θρησκευτικής μουσικής. Ταυτόχρονα ίδρυσε στο Βιαρέτζιο μουσική σχολή και, αργότερα, ξαναγυρνώντας στο μελόδραμα, παρουσίασε στη Νάπολη τη Σαπφώ (1840). Το έργο αυτό ήταν πολύ διαφορετικό από τα άλλα του μελοδράματα, γιατί η υψηλή του ποιότητα δεν συγκρίνεται με εκείνων. Την ίδια υψηλή ποιότητα είχε και το μελόδραμα του Μήδεω (1843), ενώ η Βασίλισσα της Κύπρου (1846), βρίσκεται στο χαμηλό επίπεδο των πρώτων. Παράλληλα, ο Π. έγραψε και διάφορα βιβλία μουσικής, όπως τα Θεωρητικά και πρακτικά μαθήματα αρμονίας και τη Μελέτη για το κοντραπούντο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Πατσίνι Φίλιππος — (Pacini, 1812 – 1883). Ιταλός ανατόμος. Από νεαρή ηλικία τον απασχολούσε πολύ η ανατομία, γι’ αυτό και σύχναζε στη χειρουργική σχολή της Φλωρεντίας. Το 1830 άρχισε να μελετά συστηματικά ανατομική, και το 1835, σε ηλικία 23 ετών, υπέβαλε στην… …   Dictionary of Greek

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… …   Dictionary of Greek

  • σωμάτιο — το / σωμάτιον, ΝΜΑ, και σωμάτειον Α [σῶμα] νεοελλ. 1. μικρό σώμα, σωματίδιο 2. φρ. α) «στοιχειώδη σωμάτια [ή σωματίδια]» φυσ. βλ. στοιχειώδης β) «υποατομικά σωμάτια [ή σωματίδια]» φυσ. σωματίδια μικρότερα τών ατόμων και, συγκεκριμένα, στοιχειώδη… …   Dictionary of Greek

  • νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”